δικαιοκρίτῃ

δικαιοκρίτῃ
δικαιοκρίτης
righteous judge
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δικαιοκρίτης — ο ο δίκαιος δικαστής: Αυτός ο δικαστής έχει τη φήμη μεγάλου δικαιοκρίτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”